κρικωτός

κρικωτός
-ή, -ό (AM κρικωτός, -ή, -όν) [κρικούμαι]
αυτός που αποτελείται από κρίκους, αλυσιδωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρικωτός — ringed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωτός — ή, ό αυτός που έχει κρίκους ή αποτελείται από κρίκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρικωτῶν — κρικωτός ringed fem gen pl κρικωτός ringed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωτόν — κρικωτός ringed masc acc sg κρικωτός ringed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωταῖς — κρικωτός ringed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωταί — κρικωτός ringed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωτοί — κρικωτός ringed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωτοῦ — κρικωτός ringed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωτούς — κρικωτός ringed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικωτῆς — κρικωτός ringed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”